Ευωδιά Μ. Εβδομάδας και Πάσχα από τα παλιά χρόνια στη Θεσπρωτία




Του π. Ηλία Μάκου

Στα νεότερα χρόνια τα ήθη και τα έθιμα (και της Μ. Εβδομάδας και του Πάσχα) μεταβλήθηκαν και αλλοιώθηκαν.
Εξασθένισαν τα ήθη, εξασθένισαν και τα έθιμα. Αυτό οφείλεται βασικά και κύρια στον τερματισμό της κλειστής ζωής της αγροτικής κοινωνίας, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος διατήρησης ηθών και δημιουργίας εθίμων.
Η αναπόληση των παλιών εθίμων, από τους ηλικιωμένους και οι νοσταλγικές αναμνήσεις, γυρίζει την καρδιά τους σε χρόνια δύσκολα, αλλά στην πραγματικότητα ευτυχισμένα.
Μέσα από τα έθιμα ανατρέχουμε στις ρίζες μας, ανακαλύπτουμε τη φυσιογνωμία μας, πιστοποιούμε την ταυτότητά μας, θωρακίζουμε το μέλλον μας, διασφαλίζουμε τη συνέχειά μας, εναρμονίζουμε το χθες με το σήμερα, οικοδομούμε ελπιδοφόρα το αύριο.
ΕΘΙΜΑ Μ. ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Οι προετοιμασίες για τον εορτασμό του Πάσχα στη Θεσπρωτία, ξεκινούσαν πριν τη Μ. Εβδομάδα.
Σχεδόν από τις Απόκριες και μετά άρχιζε οι έγνοιες και οι δραστηριότητες της νοικοκυράς.
Το σπίτι, οι αυλές και οι δρόμοι, γύρω από αυτό, έπρεπε να αστράφτουν από καθαριότητα και πάστρα.
Με ξυδόνερο, αυτό ήταν το απολυμαντικό, καθάριζαν τα πάντα και ειδικά τα εικονίσματα. Μετά την καθαριότητα των χώρων, ασβεστώνονταν οι τοίχοι (εσωτερικά και εξωτερικά).
Αμφότερα τους έβαφαν με λαδομπογιές, που η μυρωδιά τους ήταν έντονη και απωθητική για πολλές ημέρες.
Το Σάββατο του Λαζάρου όχι μόνο μικρά παιδιά, αλλά και μεγάλοι κάποιες φορές, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα του Λαζάρου, κρατώντας ένα καλάθι (σπόρτα), που ήταν στολισμένο με λουλούδια και κουδούνια και ο σπιτονοικοκύρης τους φίλευε με αυγά, κουλουράκια, αλλά και χρήματα.
Το απόγευμα, και με εντολή δασκάλου πολλές φορές, τα παιδιά βοηθούσαν στην ετοιμασία των βαγιών.
Έδεναν με σπάγκο δεντρολίβανο και δάφνη και τα ματσάκια τα διένεμε ο παπάς στους πιστούς την Κυριακή των Βαΐων, το απόγευμα της οποίας ξεκινούσε η Μεγάλη Εβδομάδα.
Στη διάρκειά της, και μέχρι το Μ. Σάββατο, υπήρχε η προσμονή της επιστροφής των ξενιτεμένων, ανθρώπων, ενώ τα παιδιά ανέμεναν με λαχτάρα από τους νονούς τη λαμπάδα και τα καινούργια παπούτσια.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, από το πρωί οι γυναίκες ζύμωναν τσουρέκια και έβαφαν τα αυγά. Το πρώτο βαμμένο αυγό που έβγαζαν από την κατσαρόλα, το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι και το φύλαγαν εκεί μέχρι το επόμενο Πάσχα.
Το αυγό αυτό ήταν κάτι σαν φυλαχτό για το σπίτι τα χωράφια και τα ζώα. Το αυγό της προηγούμενης χρονιάς θάβονταν στα χωράφια ή στα μαντριά, με την πεποίθηση ότι έτσι τα «γεννήματα» της γης ή των ζώων θα είναι πολλά.
Τη βαφή, από φυσικά υλικά, συνήθως φύλλα κρεμμυδιού και ξύδι, την κρατούσαν για 40 μέρες μετά, γιατί θεωρούσαν αμαρτία να την πετάξουν νωρίτερα.
Για το στολισμό του Επιταφίου, σήμερα τα λουλούδια αγοράζονται, μικροί και μεγάλοι κατέφευγαν στους κήπους και στους αγρούς και μάζευαν μαργαρίτες, παπαρούνες και τριαντάφυλλα.
Στολίστρες ήταν οι γυναίκες και μερικές από αυτές το είχαν σαν τάμα. Κατά κανόνα εκείνες, που ήταν ανύπαντρες, που δεν έκαναν παιδιά και άλλες είχαν θέματα υγείας.
ΤΟ ΠΑΣΧΑ
Το βράδυ της Ανάστασης οι νοικοκυραίοι γυρνώντας από την εκκλησία και πριν μπουν στο σπίτι σταύρωναν την εξώπορτα με το Άγιο Φως και μετά άναβαν το καντήλι έτσι ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν το Άγιο Φως όλο το χρόνο στο σπίτι.
Πατροπαράδοτο γεύμα της Κυριακής του Πάσχα ήταν το σουβλιστό αρνί. Όμως παραδοσιακή θεωρούταν η γάστρα, στην οποία έψηναν το πασχαλινό κρέας.
Συνήθιζαν επίσης να φτιάχνουν πολλών ειδών πίτες. Ακόμα ένα παραδοσιακό τοπικό φαγητό, ήταν η συκωταριά με σπανάκι στη γάστρα το οποίο το έτρωγαν αντί για μαγειρίτσα.
Σε πολλά χωριά μαζεύονταν οι χωριανοί στις πλατείες ή στις αλάνες έψηναν, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν όλοι μαζί.
Ως προς το σούβλισμα από νωρίς το χάραμα της Κυριακής του Πάσχα ξυπνούσε ο άντρας κι άναβε τη φωτιά.
Κι αφού σχηματίζονταν κάρβουνα, τοποθετούνταν η σούβλα με το αρνί. Το κοκορέτσι ψηνόταν πρώτο.
Οι πασχαλινές εθιμικές και λατρευτικές εκδηλώσεις ολοκληρώνονταν την Κυριακή του Πάσχα με τον Εσπερινό της Αγάπης.
Οι κάτοικοι ντυμένοι με τα καλά τους πήγαιναν πάλι στην εκκλησία. Τα αγόρια, σύμφωνα με τις ενθυμήσεις ηλικιωμένου στη Θεσπρωτία, στέκονταν στο προαύλιο της εκκλησιάς και περίμεναν να διαβούν τα κορίτσια.
Σε πολλά χωριά μαζεύονταν οι χωριανοί στις πλατείες ή στις αλάνες έψηναν, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν όλοι μαζί.  
Στα χωριά που πολιούχος είναι ο Αγ. Γεώργιος συνήθισαν επίσης, να κάνουν γλέντια, τα οποία διαρκούσαν μέχρι την Τρίτη μέρα του Πάσχα.
Στο χωριό Γηρομέρι Φιλιατών αναβιώνει έως τώρα, τη Δευτέρα του Πάσχα, ένα μοναδικό ταφικό έθιμο, που έχει ρίζες στις αρχές του 18ου αιώνα.
Αμέσως μετά τη θεία λειτουργία στον κοιμητηρικαό ναό της Αγίας Παρασκευής, κάτοικοι και συγγενείς νεκρών, κάνουν «τρισάγιο» με οργανοπαίχτες πάνω από τους τάφους.
Οι συγγενείς του νεκρού, παραγγέλνουν το αγαπημένο τραγούδι του όσο ήταν στη ζωή, για να ακουστεί πάνω από τον τάφο του.
Έτσι σπάει η νεκρική σιγή και απλώνεται η χαρά της Λαμπρής, ως πρόγευση της ανάστασης των νεκρών.
Νεότερη Παλαιότερη

Breaking Ticker