Η Ιερά Μονή Γηρομερίου ιδρύθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα (μεταξύ 1310 και 1320), Φωτ. αρχών του 20ου αι. της Μονήςστην εποχή της ακμής του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Αποτέλεσε σημαντικό μοναστικό κέντρο και έφτασε στην μεγαλύτερη ακμή της στα μέσα του 16ου αιώνα, εποχή κατά την οποία, κατά τον Θεοδόσιο Ζυγομαλά, αριθμούσε περίπου 300 μοναχούς.
Από την αρχή της ιδρύσεώς της υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ως Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή και αργότερα (18ος αι.) ως έδρα Πατριαρχικής Εξαρχίας. Στην δικαιοδοσία της ανήκαν 12 χωριά της επαρχίας και η πόλη των Φιλιατών.
Το έτος 1800, η Μονή έγινε έδρα της Επισκοπής Γηρομερίου, υπαγόμενη στη Μητρόπολη Ιωαννίνων, με την ίδια έκταση στη δικαιοδοσία της. Από τότε και μέχρι το 1895 που οριστικά καταργήθηκε, είχε διάφορες εναλλαγές, άλλοτε ως έδρα Επισκοπής και άλλοτε Εξαρχίας. Το 1928, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παραχώρησε «επιτροπικώς» την διοικητική επιστασία της Μονής στην Ιερά Μητρόπολη Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου, διατηρώντας όμως τα κανονικά του πνευματικά δικαιώματα επ’ αυτής. Για τον λόγο αυτό, στις ιερές ακολουθίες που τελούνται στη Μονή, μνημονεύεται το όνομα του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου.
Μεγάλη, επίσης, ήταν η προσφορά της Μονής στην περιοχή της Θεσπρωτίας σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της, συμβάλλοντας στη διατήρηση της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των κατοίκων. Χαρακτηριστική ήταν η λειτουργία του Κρυφού Σχολειού και της Ιερατικής Σχολής, μέσα στο χώρο της Μονής. Ακόμη, με ενέργειες κάποιων Εξάρχων και με έξοδα της Μονής λειτουργούσαν σχολεία σε ορισμένα από τα χωριά της περιοχής.
Η Μονή Γηρομερίου, είναι ένα από τα – δυστυχώς – λίγα μοναστήρια στην Ήπειρο, που είναι επανδρωμένα και λειτουργούν. Η σημερινή Αδελφότητα αποτελείται από τρεις μοναχούς και εγκαταστάθηκε στη Μονή το 1989. Από τότε, ασχολείται επιμελώς με την αναστήλωση και συντήρηση του κτηριακού συγκροτήματος, το οποίο με την πάροδο των αιώνων είχε υποστεί σημαντικές φθορές, μέχρι του σημείου της ολοκληρωτικής κατάρρευσης σε κάποια από τα τμήματά του.
Σήμερα, είναι εντυπωσιακά ανακαινισμένη και οι εργασίες που επιτελέστηκαν και συνεχίζονται ακόμη, με προσοχή και σεβασμό στην τοπική παράδοση, εναρμονίζονται κατά το μεγαλύτερο δυνατό βαθμό στο μοναστηριακό περιβάλλον, χωρίς να αλλοιώνουν τον χαρακτήρα του μνημείου.
Αποτελεί σημείο αναφοράς στη σύγχρονη Θεσπρωτία, με απήχηση σε όλη την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Χιλιάδες κόσμου, κυρίως προσκυνητές αλλά και τουρίστες, την επισκέπτονται σε όλη τη διάρκεια του έτους, καταφθάνοντας εδώ, είτε σε οργανωμένες ομαδικές εκδρομές, είτε και μεμονωμένα.
Ο τάφος του Οσίου Νείλου
Η Μονή λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες του κοινοβιακού μοναχισμού στη διαβίωση των μοναχών αλλά και στο τυπικό και δέχεται προσκυνητές καθημερινά από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου. Δεν διαθέτει ξενώνα για μεγάλες ομάδες προσκυνητών και η φιλοξενία γίνεται μόνο κατόπιν συνεννοήσεως.
Η Μονή πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και στις 2 Ιανουαρίου, εορτή του κτίτορος Οσίου Νείλου του Ηγιασμένου. Επίσης εορτάζεται πανηγυρικά τήν Τρίτη του Πάσχα, η μνήμη των Νεοφανών Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης στο όνομα οπου υπάρχει , Παρεκκλήσιο εντός της Μονής.
Στη Μονή σώζονται αρκετά κειμήλια, δείγματα του μεγαλείου και της ένδοξης ιστορικής πορείας της. Αυτά που σώζονται σήμερα, ελάχιστα συγκριτικά με όσα υπήρχαν, κατορθώθηκε να διατηρηθούν με πολλούς κόπους και αγώνες των παλαιοτέρων αδελφών της Μονής, κάτω από αντίξοες συνθήκες και δύσκολες καταστάσεις του παρελθόντος, ιδίως κατά τις τελευταίες πολεμικές περιπέτειες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Ιδρυτής και πρώτος κτίτωρ της Μονής είναι ο Όσιος Νείλος ο Εριχιώτης (1228-1334) Κωνσταντινουπολίτης στην καταγωγή, από την αυτοκρατορική γενιά των Λασκάρεων. Έγινε μοναχός σε πολύ νεαρή ηλικία στην περίφημη Μονή των Ακοιμήτων όπου από Νικόλαος μετονομάσθηκε Νείλος. Μετά από αρκετά χρόνια επισκέφθηκε για προσκύνημα τα Ιεροσόλυμα.
Επιστρέφοντας συγκρούσθηκε με τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, για το επίμαχο τότε ζήτημα της ενώσεως Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Καταδικάστηκε για τις θέσεις του και εγκαταλείφθηκε σε μια βάρκα στο πέλαγος για να χαθεί. Η Θεία Πρόνοια τον οδήγησε στα παράλια του Αγίου Όρους, στην Μονή των Ιβήρων, όπου παρέμεινε για μια τριετία ως πορτάρης.
Γυρνώντας στην Κωνσταντινούπολη, τιμήθηκε από το νέο Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο, όμως δεν έμεινε για πολύ στη Βασιλεύουσα. Ξεκίνησε νέα πολυετή περιοδεία, κατά την οποία επισκέφθηκε πολλά μέρη των Αγίων Τόπων, και στη συνέχεια περνώντας τα νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο και την Κέρκυρα έφτασε στην Αυλώνα της Ηπείρου, όπου έμεινε για μερικά χρόνια.
Στη συνέχεια, μετά από πρόσκληση κατοίκων της Θεσπρωτίας, μετέβη νοτιότερα, Το Ασκητήριο του Οσ. Νείλουστην περιοχή του Γηρομερίου, και εγκαταστάθηκε σε ένα παλαιό ασκητήριο, στη σπηλιά ενός απότομου βράχου.
Σύντομα σχηματίστηκε γύρω του μικρή αδελφότητα ασκητών και κατόπιν οράματος και αφού βρήκαν την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, εγκαταστάθηκαν στο απέναντι βουνό όπου έκτισαν τον πρώτο πυρήνα της Μονής.
Μετά από αρκετά χρόνια ακόμη και σε βαθιά γεράματα, στην ηλικία των 106 ετών, ο Όσιος Νείλος παρέδωσε το πνεύμα του στις 2 Ιανουαρίου του έτους 1334, αφού συνέταξε τη Διαθήκη του και όρισε το διάδοχό του. Το παρεκκλήσι του Οσ. ΝείλουΤο λείψανό του ενταφιάστηκε σε μικρή απόσταση από τη Μονή και παραμένει μέχρι σήμερα εκεί, διότι όταν επεχείρησαν, λίγα χρόνια μετά το θάνατό του, την ανακομιδή του, κατά θεία παραχώρηση, κατέπεσε ογκώδης βράχος και κάλυψε τον τάφο. Σήμερα, επάνω από τον τάφο του Οσίου Νείλου υπάρχει μικρό παρεκκλήσι.
Η Ιερά Άποψη της Μονής Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Γηρομερίου, βρίσκεται στην ακριτική περιοχή του Νομού Θεσπρωτίας, οκτώ χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης των Φιλιατών, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, κτισμένη σε υψόμετρο τριακοσίων περίπου μέτρων, στις δυτικές πλαγιές του όρους Φαρμακοβούνι.
Σχετικά με την ονομασία της Μονής υπάρχουν πολλές απόψεις και αρκετές φορές μέχρι σήμερα έχει αλλάξει η γραφή της. Συναντούμε τις εξής παραλλαγές:
Ιερομερίου, από τις λέξεις ιερό και μέρος
Γυρομερίου, από τις λέξεις γύρω και μέρος
Γερομερίου, από τις λέξεις γερό ή ξανά ιερό και μέρος
Γηρομερίου ή Γηρομηρίου, από τις λέξεις γηραιόν και μέρος.
Από αρκετά χρόνια και μέχρι σήμερα, έχει επικρατήσει η ονομασία και η γραφή «Γηρομερίου».